- κρεμαστάριον
- κρεμ-αστάριον, τό,A chandelier, Anon.in Rh.211.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεμαστάριον — chandelier neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαστάρι — το (Α κρεμαστάριον) νεοελλ. 1. κρεμασμένο πράγμα 2. καρπός που κρεμιέται απ το ταβάνι για να διατηρηθεί 3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα … Dictionary of Greek